συνδιαιτᾶσθαι

συνδιαιτᾶσθαι
συνδιαιτάομαι
live with
pres inf mp
συνδιαιτάομαι
live with
pres inf mp
συνδιαιτάω
live with
pres inf mp

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνδιαιτώμαι — συνδιαιτῶμαι, άομαι ΝΜΑ, και ενεργ. συνδιαιτῶ, άω Α [διαιτῶ, ῶμαι] ζω μαζί με κάποιον, συζώ (α. «τρεις ημέρας... συνδιῃτάτο και συνηγελάζετο μαζί τους», Παπαδ. β. «ἐν μιᾷ εὐμειξίᾳ καὶ κοινῇ βιώσει συνδιαιτᾱσθαί σοι», πάπ.) αρχ. 1. συγκατοικώ 2.… …   Dictionary of Greek

  • συσχολάζω — Α 1. περνώ τις ώρες τής σχόλης μαζί με κάποιον 2. (κατ επέκτ.) είμαι συμμαθητής κάποιου, σπουδάζω μαζί με κάποιον 3. (γενικά) περνώ τον καιρό μου μαζί με κάποιον, είμαι σύντροφος κάποιου («ἐν τῷ συσχολάζειν καὶ συνδιαιτᾱσθαι», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”